- φαρμδάλιος
- -α, -ο, Νφρ. «φαρμδάλια μεσοπαγετώδης εποχή» ή, απλώς, «το φαρμδάλιο»γεωλ. υποδιαίρεση τού ανώτερου πλειστοκαίνου και τών αποθέσεών του στη Βόρεια Αμερική.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. farmdalian (inter-glacial stage)].
Dictionary of Greek. 2013.